- κυανοβακτήρια ή κυανοφύκη
- Μεγάλη ετερογενής ομάδα προκαρυωτικών φωτοσυνθετικών οργανισμών. Τα κ. είχαν αρχικά ταξινομηθεί μαζί με τα φύκη, επειδή ο φωτοσυνθετικός τους μηχανισμός είναι παρόμοιος με αυτόν των χλωροπλαστών των φυκών και των ανωτέρων φυτών· ωστόσο, πλέον, χρησιμοποιείται περισσότερο ο πρώτος όρος, για να τονίσει την ομοιότητα των κ. –όσον αφορά την κυτταρική οργάνωση– με τους υπόλοιπους προκαρυωτικούς οργανισμούς.
Όλα τα κ. έχουν την ικανότητα να φωτοσυνθέτουν και να παράγουν κατ’ αυτό τον τρόπο την ενέργεια που τους χρειάζεται. Ωστόσο, υπάρχουν και είδη που αναπτύσσονται στο σκοτάδι, χρησιμοποιώντας ως πηγή ενέργειας διάφορες οργανικές ενώσεις. Τέλος, υφίστανται κ. που χρησιμοποιούν το υδρόθειο (H2S) αντί για το νερό, ως δότη ηλεκτρονίων. Οι φωτοσυνθετικές χρωστικές των κ. είναι η χλωροφύλλη α –η οποία συναντάται επίσης στα φύκη και στα ανώτερα φυτά– και οι φυκοβιλιπρωτεΐνες· μία από τις τελευταίες χρωστικές, η φυκοκυανίνη c, έδωσε την ονομασία των κ., μολονότι υπάρχουν και κ. με κόκκινο ή καστανό χρώμα, λόγω της παρουσίας της χρωστικής φυκοερυθρίνης.
Τα κ. παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία μορφών, περιλαμβάνοντας από μονοκύτταρους έως νηματοειδείς οργανισμούς· και οι δύο μορφές μπορούν να συγκεντρώνονται και να σχηματίζουν μακροσκοπικά ορατές αποικίες στα γλυκά νερά, στα υγρά τοιχώματα των σπηλαίων και των στοών, στους βράχους, στους τοίχους, στο υγρό έδαφος κ.α. Το μέγεθος των κυττάρων κυμαίνεται από 0,5-1 μικρόμετρα σε διάμετρο (όσο δηλαδή το μέγεθος ενός τυπικού βακτηριακού κυττάρου) έως 60 μικρόμετρα στο κ. Οscillatoria princeps, το οποίο είναι από τα μεγαλύτερα γνωστά κύτταρα προκαρυωτικών. Το τοίχωμά τους είναι πολύστιβο και μοιάζει με αυτό των αρνητικών κατά Γκραμ βακτηρίων. Κανένα κ. δεν φέρει μαστίγια, ενώ ορισμένα έχουν δυνατότητα ολίσθησης.
Χαρακτηριστική είναι η παρουσία εξειδικευμένων κυττάρων σε ορισμένες νηματοειδείς μορφές κ. Τα κύτταρα αυτά ονομάζονται ετεροκύστεις και είναι υπεύθυνα για τη δέσμευση του αζώτου. Έχουν παχιά τοιχώματα, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η διάχυση του οξυγόνου και να δημιουργούνται αναερόβιες συνθήκες στο εσωτερικό τους, απαραίτητη προϋπόθεση για τη δράση του ενζύμου νιτρογενάση. Εγγενής αναπαραγωγή δεν έχει παρατηρηθεί στα κ., ωστόσο σε αυτά απαντώνται πολύ τύποι αγενούς αναπαραγωγής, όπως η κυτταροδιαίρεση –μηχανισμός αντίστοιχος των βακτηρίων–, ο τεμαχισμός στις νηματοειδείς μορφές με τον σχηματισμό ορμογονίων, η δημιουργία ακινήτων και σπορίων.
Υπάρχουν περίπου 1.600 είδη κ., διαδεδομένα σε όλο τον κόσμο και σε όλα τα ύψη. Πολλά δείχνουν προτίμηση στα ψυχρά νερά και στα χιόνια, ενώ άλλα ζουν στις θερμές πηγές, ακόμα και στις θειούχες, ενώ είναι ανθεκτικά σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες (μέχρι 75°C). Στα βρεχόμενα εδάφη είναι κοινό το είδος Νostoc commune, της οικογένειας των νοστοκιδών, που έχει τη μορφή μικρών, ζελατινοειδών, σκούρων πράσινων, ελαιόχρωμων ή κυανωπών αποικιών. Τα υγρά τοιχώματα των σπηλαίων καλύπτονται συχνά από ένα ιξώδες μαύρο επίχρισμα, το οποίο οφείλεται σε διάφορα είδη του γένους Gloeocapsa. Τα κ. του γένους Οscillatoria, τα μοναδικά κινητά κ., επικρατούν στα ιαματικά νερά, ενώ εκείνα του γένους Rivularia ζουν στους σκοπέλους. Στα λιμνάζοντα νερά συναντάται το είδος Αnabaena flosaquae και άλλα είδη, τα οποία αναπτύσσονται σε μεγάλες πυκνότητες και χρωματίζουν με αυτό τον τρόπο το νερό, προκαλώντας φαινόμενα γνωστά ως άνθη νερού (water blooms)· τα άνθη εξαφανίζονται έπειτα από λίγες ημέρες, αλλά τα κύτταρα είναι δυνατόν να παράγουν τοξίνες, θανατηφόρες για τα ζώα που κολυμπούν ή πίνουν αυτό το νερό. Τα κ., τέλος, συμβιούν συχνά με μύκητες, σχηματίζοντας τους λειχήνες.
Ένα είδος του γένους κυανοβακτηρίων Rivularia.
Είδος του γένους Nostoc, που ανήκει στα κυανοβακτήρια.
Μία ομάδα κυανοβακτηρίων του γένους Oscillatoria.
Το είδος Αnabaena των κυανοβακτηρίων ζει σε λιμνάζοντα νερά.
Dictionary of Greek. 2013.